- Σιγείου
- Σίγειονneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δαμάστης εκ Σιγείου — (5ος; αι. π.Χ.). Ιστορικός και γεωγράφος. Ακολουθώντας τα ίχνη του Αναξίμανδρου και του Εκαταίου, σχεδίασε έναν χάρτη του κόσμου που τον συνόδευσε με περιγραφές της Γης και των λαών (σώζεται ένα μικρό απόσπασμα από την περιγραφή των Υπερβορείων) … Dictionary of Greek
αλκαίος — I (Μυτιλήνη 640 – 570 π.Χ.).Λυρικός ποιητής. O Α. έζησε σε μια εποχή δύσκολη για τις ελληνικές πόλεις, οι οποίες αντιμετώπιζαν σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, εξαιτίας της αντίθεσης των μεγάλων αριστοκρατικών γενών, που μετάτην κατάργηση της… … Dictionary of Greek
Αίσωπος — I (7ος αι. π.Χ.). Συγγραφέας, ο θεωρούμενος πατέρας της μυθογραφίας. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι αβέβαιες· προέρχονται από μια μυθιστορηματική βιογραφική παράδοση –την οποία συνόδευαν και μύθοι– που τοποθετείται στον 6ο αι. π.Χ.… … Dictionary of Greek
Αντίλοχος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά της Πύλου Νέστορα και της Ευρυδίκης ή Αναξιβίας. Μνηστήρας άλλοτε της Ελένης, ωραίος και τολμηρός, ήταν o πιο αγαπητός στον Αχιλλέα, μετά τον Πάτροκλο. Τον σκότωσε o Μέμνων καθώς ο Α. πήγαινε να σώσει τον… … Dictionary of Greek